- παναπείριτος,
- παν-α-πείριτος, u. παν-α-πείρων, ον, ganz unbegrenzt, unermeßlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παναπείριτος — και παναπείρατος, ον (Α) ολωσδιόλου απέραντος, αχανής, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀπείρατος «αδιάβατος, απέραντος»] … Dictionary of Greek
παναπείριτον — παναπείριτος all unbounded masc/fem acc sg παναπείριτος all unbounded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάπειρος — πανάπειρος, ον (Μ) παναπείριτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπειρος] … Dictionary of Greek
παναπείρων — παναπείρων, ον (Α) παναπείριτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀπείρων «άπειρος»] … Dictionary of Greek